Γιώργος Βασιλείου στη DW: «Οι πολέμιοι του σχεδίου Ανάν δεν είχαν αποδεχθεί ποτέ την ιδέα της ομοσπονδίας».
22 Απριλίου 2004Μόλις δύο 24ωρα πριν από το καθοριστικό για το μέλλον της Κύπρου δημοψήφισμα και η πλειονότητα των Ελληνοκυπρίων φαίνεται σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις ότι θα πει τελικά «όχι». Πώς όμως φτάσαμε σε αυτό το σημείο, να είναι η ελληνική πλευρά αυτή που στέκεται εντέλει αρνητικά απέναντι στην προτεινόμενη λύση; Τις τελευταίες ημέρες διάφορα γερμανικά δημοσιεύματα επισημαίνουν ακριβώς αυτή την εξέλιξη τονίζοντας ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν είναι τελικά διατεθειμένοι να μοιρασθούν την εξουσία με τους Τουρκοκύπριους.
Διπλωματικοί κύκλοι εκτιμούν ότι η ελληνοκυπριακή ηγεσία ήταν εξαρχής κατά του σχεδίου Ανάν. Όπως εκτιμά ο πρώην πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Γιώργος Βασιλείου σε αποκλειστικές του δηλώσεις προς τη Deutsche Welle το γεγονός ότι ο κ. Παπαδόπουλος αποδέχθηκε την έναρξη νέων διαπραγματεύσεων πάνω στο σχέδιο Ανάν στη Λουκέρνη της Ελβετίας δεν ήταν τίποτα περισσότερο από απλή άσκηση τακτικής:
«Στο Μπούργκενστοκ φτάσαμε στην ώρα της αλήθειας. Οι άνθρωποι που πολεμούν ενάντια στο σχέδιο είναι ενάντια στην ιδέα της ομοσπονδίας. Δεν έχουν δεχθεί την ιδέα της ομοσπονδίας ποτέ. Απλώς τους κάλυπτε έως τώρα το γεγονός ότι η Τουρκία ήταν τόσο αδιάλλακτη που μπορούσαν να λένε ότι υποστηρίζουμε την ομοσπονδία, χωρίς να έχουν να δώσουν λόγο σε κανέναν. Τώρα που αναγκάστηκε η Τουρκία να αλλάξει γραμμή λόγω της Ευρώπης, αλλάζουν όλα».
Ηδη από τις πρώτες μέρες ο ειδικός εντεταλμένος του γγ του ΟΗΕ για το κυπριακό Αλβάρο Ντε Σότο, ζήτησε από τις δύο πλευρές να παραδώσουν τις προτάσεις τους για αλλαγές πάνω στο σχέδιο Ανάν. Η τουρκοκυπριακή πλευρά ανταποκρίθηκε κάνοντας σαφείς προτάσεις. Η ελληνική πλευρά περιορίστηκε στο να πάρει θέση πάνω στο σχέδιο, καταθέτοντας ένα κείμενο 50 σελίδων, τη στιγμή που το σχέδιο Ανάν ξεπερνά τις 9.000 σελίδες. Μόλις μία μέρα πριν το τέλος των διαπραγματεύσεων η ελληνοκυπριακή πλευρά παρέδωσε τις δικές της προτάσεις. Στο μεταξύ είχε ήδη καταφέρει να περάσει το μήνυμα στην κοινή γνώμη ότι οι Τούρκοι είχαν πετύχει όλα όσα ήθελαν. Πώς έγινε αυτό μας εξηγεί ο Ντιτιέ Φίρτερ, ο διπλωμάτης που επεξεργάστηκε για λογαριασμό των ΗΕ το σχέδιο Ανάν:
«Στις 29 Μαρτίου κοινοποιήσαμε ένα κείμενο πάνω στο οποίο θα έπρεπε να συμφωνήσουν οι δύο πλευρές. Ηταν μία βάση διαπραγμάτευσης και δεν προοριζόταν να βγει προς τα έξω. Η ελληνοκυπριακή πλευρά λοιπόν το παρουσίασε με τα πιο μελανά χρώματα, την ώρα που δεν είχε καν το χρόνο για να το διαβάσει. Το έβγαλε μάλιστα προς τα έξω επιλέγοντας μόνον κάποια συγκεκριμένα σημεία του».
Κάτι ανάλογο έγινε και όταν παραδόθηκε στις 31 Μαρτίου το τελικό σχέδιο Ανάν. Μόλις μιάμιση ώρα μετά, και εν αγνοία των μελών της ελληνοκυπριακής αντιπροσωπείας, ένας εκπρόσωπος του κ. Παπαδόπουλου ασκούσε έντονη κριτική τονίζοντας ότι δεν είχαν ληφθεί υπόψη οι ελληνικές θέσεις, ενώ οι Τούρκοι είχαν καταφέρει ότι ακριβώς ζητούσαν. Η εντύπωση αυτή ενισχύθηκε τις αμέσως επόμενες ημέρες κυρίως μέσα από δημοσιεύματα του τουρκικού τύπου, που μιλούσαν για μία «νίκη της Τουρκίας στο Κυπριακό». Ο κ. Φίρτερ βλέπει τα πράγματα τελείως διαφορετικά:
«Πρόκειται για μία λανθασμένη εκτίμηση και αυτό το επιβεβαίωσαν και πολλοί ελληνοκύπριοι πολιτικοί τονίζοντας ότι είχαν ληφθεί υπόψη όλες οι προτάσεις της ελληνικής πλευράς, πλην μίας και μοναδικής, εάν θυμάμαι καλά. Και εμείς οι ίδιοι δεν περιμέναμε πραγματικά ότι θα καταφέρουμε στο τέλος να συμπεριλάβουμε τις πολυάριθμες αλλαγές που πρότεινε η ελληνοκυπριακή πλευρά».
Γιατί όμως η τουρκική πλευρά φαίνεται τόσο ενθουσιασμένη με τα αποτελέσματα της Λουκέρνης; Ο διπλωμάτης των ΗΕ απαντά ότι οι διαπραγματεύσεις δεν είχαν καμία λογική νίκης ή ήττας:
«Η Τουρκία και η τουρκοκυπριακή ηγεσία είχε αποφασίσει ότι αυτή τη φορά το εννοεί σοβαρά, όταν λέει ότι θέλει τη λύση. Απλά ανέδειξαν τα θετικά γι΄ αυτούς σημεία στο σχέδιο Ανάν. Αντίθετα στην ελληνοκυπριακή πλευρά διακρίναμε σε αυτόν τον τελευταίο γύρο των συνομιλιών ένα κλίμα απροθυμίας. Συχνά ακούσαμε για παράδειγμα την ερώτηση: Γιατί ακριβώς τώρα, που είμαστε προ των πυλών της ένταξης; Αυτό θα μπορούσε να γίνει αφού μπούμε στην ΕΕ».