FAZ: Οι ρωγμές της ελληνικής ανάκαμψης
3 Μαΐου 2025«Πόσες κρίσεις μπορεί να αντέξει μια χώρα; Στην Ελλάδα ξεκίνησαν όλα πάνω από 15 χρόνια πριν», γράφει η Frankfurter Allgemeine Zeitung - «στη συνέχεια ήρθαν ο κορωνοϊός, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η εκτόξευση των τιμών ενέργειας και ο πληθωρισμός, ενώ τώρα η κατάσταση φαίνεται να γίνεται ακόμη δυσκολότερη μπροστά στην παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα».
Σύμφωνα με τον συντάκτη του δημοσιεύματος, Κρίστιαν Σούμπερτ, «όσοι δεν είναι ιδιαίτερα θετικοί απέναντι στη φιλελεύθερη-συντηρητική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, κάνουν λόγο για burnout ενός ολόκληρου λαού - και αυτοί είναι πλέον πολλοί. Όσοι πάλι τάσσονται υπέρ του επικεφαλής της κυβέρνησης, δεν αρνούνται την κοινωνική δυσαρέσκεια, αλλά κάνουν εκκλήσεις για υπομονή και επιμονή των Ελλήνων. Άλλωστε, η χώρα, σύμφωνα με την κυβέρνηση, έχει βάλει σε τάξη τα δημοσιονομικά της και σε αυτή τη βάση αναπτύσσεται κιόλας». Το βασικό ωστόσο ερώτημα, θέτει ο συντάκτης, είναι: πόσο από αυτό θα φτάσει στον πληθυσμό και πότε;
Ο δημοσιογράφος περιλαμβάνει επίσης τοποθέτηση της πρώην υπ. Εργασίας, Έφης Αχτσιόγλου, η οποία εκφράζει την ανησυχία της για την αυξημένη απογοήτευση μεγάλης μερίδας της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στο πολιτικό σύστημα, για να σημειώσει πως το μοναδικό κόμμα με ανοδική πορεία είναι η Πλεύση Ελευθερίας. Παράλληλα, γράφει η FAZ, η στήριξη προς την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη φαίνεται να μειώνεται διαρκώς, με την κοινωνική δυσαρέσκεια να αποτυπώνεται και στις μεγάλες κινητοποιήσεις του Φεβρουαρίου, οι οποίες πυροδοτήθηκαν από την τραγωδία στα Τέμπη.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, τόσο ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, Μιχάλης Αργυρός, όσο και αξιωματούχοι της Τράπεζας της Ελλάδας υποστηρίζουν ότι οι υπερβολικές μισθολογικές αυξήσεις που δόθηκαν στο παρελθόν συνέβαλαν καθοριστικά στην εμφάνιση της οικονομικής κρίσης, αφού – σύμφωνα με τους ίδιους – «οι πολίτες είχαν υιοθετήσει ένα επίπεδο ζωής που δεν συμβάδιζε με τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας».
Το δημοσίευμα καταλήγει πως «επτά στους δέκα Έλληνες αισθάνονται, αν και το ποσοστό που έχει καταμετρηθεί επίσημα ότι το 19% των Ελλήνων κινδυνεύει από τη φτώχεια. Σύμφωνα με τη Eurostat, δεν υπάρχει άλλη χώρα της ΕΕ όπου το χάσμα μεταξύ της αντιλαμβανόμενης και της μετρούμενης φτώχειας να είναι τόσο μεγάλο. Ορισμένοι επιστήμονες το αποδίδουν αυτό στις διαδοχικές κρίσεις, οι οποίες έχουν αυξήσει την ανασφάλεια των πολιτών και συνεπώς και το αίσθημα της φτώχειας. Η κυβέρνηση έχει περιθώριο μέχρι τον Ιούνιο του 2027 το αργότερο, όπου πρέπει να διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές, για να βελτιώσει την κατάσταση και το κλίμα στη χώρα».
SZ: «H AfD είναι ακροδεξιά; Αλήθεια;!»
Η απόφαση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας για την Προστασία του Συντάγματος που αξιολογεί «με βεβαιότητα» ως ακροδεξιό το κόμμα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, απασχολεί ιδιαίτερα τον γερμανικό Τύπο και τους δημοσιογράφους, οι οποίοι επικεντρώνονται σε μία… αξιολόγηση της αξιολόγησης. Ας δούμε μερικά δημοσιεύματα:
«Η AfD είναι ακροδεξιά; Αλήθεια;!» - έτσι ξεκινάει το πρώτο σχόλιο της Süddeutsche Zeitung. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο «ο σκληρός πυρήνας των υποστηρικτών της AfD δεν θα εντυπωσιαστεί από την προειδοποιητική πινακίδα περί εξτρεμισμού. Αλλά κανείς από τους ψηφοφόρους με μάτια και αυτιά δεν μπορεί τώρα να ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε ποιο κόμμα ψήφισε στις εκλογές. Είναι πραγματικά αδύνατο να το παραβλέψει κανείς».
Μία αξιολόγηση δε θα σταματήσει την AfD, γράφει το περιοδικό Spiegel. «Αυτό από μόνο του δεν αποτελεί έκπληξη», γράφει ο συντάκτης, αλλά «η χρονική συγκυρία, καθώς πρόκειται για τα τελευταία μέτρα της κοκκινοπράσινης κυβέρνησης μειοψηφίας, πριν από την αποχώρηση της υπηρεσιακής ομοσπονδιακής υπουργού Εσωτερικών Νάνσι Φέζερ (SPD)».
Στο ίδιο κλίμα γράφει και ο επικεφαλής του πολιτικού τμήματος της BILD, o οποίος επίσης υπογραμμίζει πως «η αξιολόγηση της AfD δεν αποτελεί έκπληξη. Πολιτικοί του κόμματος, όπως ο Μπγιορν Χέκε και ο Μαξιμίλιαν Κραχ, έχουν πολύ συχνά τραβήξει την προσοχή με ενοχλητικές δηλώσεις - χωρίς να έχουν καμία εσωκομματική συνέπεια. Από αυτή την άποψη, η ηγεσία της AfD έχει να κατηγορήσει μόνο τον εαυτό της για αυτό το ωμό πολιτικό χαστούκι. Αυτό που προκαλεί έκπληξη, ωστόσο, είναι η χρονική στιγμή. Από όλες τις ημέρες, την τελευταία ημέρα της θητείας της, η απερχόμενη υπουργός Εσωτερικών Νάνσι Φέζερ ανακοίνωσε ότι η AfD είναι ένα ακραίο κόμμα. Η Φέζερ ασκεί έτσι ήδη στην μελλοντική κυβέρνηση Μερτς σημαντική πίεση. Το ίδιο και στο δικό της κόμμα, το SPD».
Η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt πηγαίνει μάλιστα το ζήτημα ένα βήμα πιο πέρα και φιλοξενεί δύο σχόλια στην ιστοσελίδα της - ένα υπέρ μίας απαγόρευσης της AfD και ένα κατά: «Μια απαγόρευση της AfD θα ήταν ένδειξη πολιτικής αδυναμίας» - γράφει ο ένας συντάκτης, o οποίος θεωρεί πως ένα κόμμα μπορεί να απαγορευτεί, αλλά οι ανησυχίες των πολιτών όχι.
«Οι δεξιές ιδέες παραμένουν, όπως έχει δείξει και η ίδια η ιστορία. Η AfD αντλεί τη δύναμή της από τους φόβους της κοινωνίας, τη δυσπιστία απέναντι στις "ελίτ" και την αίσθηση ότι οι πολίτες νιώθουν πως αγνοούνται». Αντίθετη άποψη έχει ωστόσο ο άλλος σχολιαστής, ο οποίος υποστηρίζει πως «όταν κάποιος αποδεδειγμένα έχει βλέψεις να βάλλει εναντίον της δημοκρατικής τάξης δεν πρέπει να εκπλήσσεται σε περίπτωση που το κράτος δικαίου κάνει ό,τι μπορεί για να την υπερασπιστεί. Και αυτό περιλαμβάνει αναμφίβολα μία σοβαρή αξιολόγηση, κατά πόσο η AfD θα πρέπει να απαγορευθεί».