Σε ό,τι αφορά την αυτοκριτική, η γερμανική ιστοριογραφία θεωρείται πρωτοπόρος: Κανείς άλλος δεν ασχολήθηκε τόσο εντατικά με τις μαύρες σελίδες της ιστορίας του στο πρόσφατο παρελθόν όσο η Γερμανία. Και δικαίως το έπραξε. Ωστόσο, η πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου του Μπίλεφελντ για τη γερμανική «κουλτούρα μνήμης» (δηλαδή το σύνολο των θεσμικών και κοινωνικών πρακτικών διατήρησης της συλλογικής μνήμης) δείχνει ότι αρκετοί Γερμανοί επιθυμούν «να τραβήξουν μία γραμμή» και να αφήσουν όλα αυτά τα δυσάρεστα πίσω τους. Κάτι που παρεμπιπτόντως δεν είναι καινούργιο: Το κόμμα των Φιλελευθέρων, το FDP, πέτυχε με αυτή τη «γραμμή», ποσοστό 11,9% στις εκλογές του 1949.
«Εμείς, οι Γερμανοί» - «Αυτοί, οι Ναζί»
Η μνήμη βέβαια και η κουλτούρα της δεν είναι απλώς μία ιστορική αναφορά, αλλά ένα πολυδιάστατο φαινόμενο, μία πολιτική και κοινωνική στάση που μεταβάλλεται στο χρόνο – όπως ακριβώς και το ίδιο το περιβάλλον της. Από το 1945 και έπειτα, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας διαμόρφωσαν τους «ιδρυτικούς μύθους» τους, οι οποίοι αναγκαστικά έπρεπε να θεμελιωθούν γύρω από τα συντρίμμια και την κληρονομιά του Εθνικοσοσιαλισμού. Η Δυτική Γερμανία επένδυσε στα αφηγήματα της «Ώρας Μηδέν», της «Αποναζιστικοποίησης» και του «Οικονομικού Θαύματος». Η Ανατολική Γερμανία οικειοποιήθηκε τον αντιφασιστικό λόγο των Σοβιετικών, παρουσιάζοντάς την ως τον μοναδικό νόμιμο συνεχιστή της αντίστασης κατά των Ναζί. Στο τέλος κατάφεραν να εδραιώσουν αμφότεροι τη ρητορική «Εμείς, οι Γερμανοί» - «Αυτοί, οι Ναζί».
Μετά τη Γερμανική Επανένωση, άλλα αφηγήματα προστέθηκαν και άλλα επαναπροσδιορίστηκαν: Η Ειρηνική Επανάσταση του ’89 (η μόνη μνήμη παρεμπιπτόντως από την Ανατολική Γερμανία), η συμβολή της Γερμανίας στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, η εικόνα της πρωτοπόρου στην περιβαλλοντική πολιτική και βέβαια… το ποδόσφαιρο.
Μνήμες πολέμου: Ένας ηθικός πυλώνας για όλους;
Η μνήμη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ολοκαυτώματος παραμένει σήμερα βασικός «ηθικός πυλώνας» της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας – όχι ως κάποια πηγή υπερηφάνειας για κάποια υπέρβαση, αλλά ως ένας υπαρξιακός φόβος. Η σχέση της Γερμανίας με το ναζιστικό της παρελθόν δεν στηρίχθηκε άλλωστε σε μια συλλογική συναίνεση, αλλά σε μια κουλτούρα φόβου: για διεθνή κατακραυγή, ηθική αποτυχία και μπροστά στο ενδεχόμενο της επανάληψης.
Αυτός ο φόβος διαμόρφωσε τα θεμέλια της γερμανικής ταυτότητας και πολιτικής και εξηγεί ίσως τη διστακτικότητα και την εμμονή – σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ηγεσίας, θεσμών και τελετών μνήμης. Οι τελευταίες δεν είναι άλλωστε μόνο για να τιμήσουν τη μνήμη των θυμάτων αλλά και ένα ανάχωμα ενάντια στη λήθη και την επανάληψη.
Όμως ο φόβος είναι εύθραυστος. Μπορεί να χειραγωγηθεί, να φθαρεί ή να ξεθωριάσει από αδιαφορία. Μπορεί ακόμη να καταπιέσει, να εξοργίσει και να προκαλέσει αντίδραση.
Σήμερα, 80 χρόνια μετά, η γερμανική «κουλτούρα μνήμης» περνά μία κρίσιμη δοκιμασία - θεμελιωμένη πάνω στη μνήμη της καταστροφής, με τους επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος να μειώνονται και τους αρνητές του στην αντιπολίτευση να αυξάνονται. Επιπλέον, η ιστορία και η μνήμη δεν ενδιαφέρoυν απαραίτητα τους πολίτες που κινούνται εκτός πολιτικών και ακαδημαϊκών κύκλων, ενώ η πολυπολιτισμική Γερμανία του σήμερα δεν μοιράζεται απαραίτητα τους μεταπολεμικούς φόβους των Γερμανών.
Η Γερμανία, και ως μεταναστευτική χώρα, οφείλει να επαναπροσδιορίσει την «κουλτούρα μνήμης» της, ενσωματώνοντας μεταξύ άλλων τις εμπειρίες των ίδιων των μεταναστών από τον πόλεμο (και άλλους πολέμους παρεμπιπτόντως), τις ιστορίες και τη συμβολή τους ως αναπόσπαστο πλέον μέρος της δημοκρατικής και κοινωνικής εξέλιξής της.