70 χρόνια από το «πογκρόμ» κατά των Ελλήνων της Πόλης
6 Σεπτεμβρίου 2025«Για την Τουρκία ήταν ένα 'λάθος' – που δεν διορθώθηκε». Με αυτόν τον τίτλο η ιστοσελίδα tagesschau.de της γερμανικής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης (ARD) παραθέτει εκτενές ρεπορτάζ για τα 70 χρόνια από τους διωγμούς εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Το ρεπορτάζ αναφέρει ότι «στις 6 Σεπτεμβρίου του 1955 ένας τουρκικός όχλος, φανατισμένος από τη διένεξη για την Κύπρο και από μία υποτιθέμενη βομβιστική επίθεση στο σπίτι που γεννήθηκε ο Ατατούρκ ξεχύνεται στους δρόμους, όπου ζούσαν πολλοί μη-μουσουλμάνοι. Οπλισμένος με τσεκούρια και σιδηρολοστούς, επιτίθεται στοχευμένα σε σπίτια και καταστήματα μειονοτικών. Κύριος στόχος είναι οι Έλληνες, αλλά επίσης Αρμένιοι και Εβραίοι. Οι επιτιθέμενοι σπάνε τζάμια, βάζουν φωτιά σε καταστήματα, προκαλούν ζημιές σε εκκλησίες και νεκροταφεία, ξυλοκοπούν, βιάζουν και λεηλατούν. Η αστυνομία παραμένει απαθής, σε μεγάλο βαθμό. Τουλάχιστον 15 άνθρωποι πεθαίνουν, εκατοντάδες είναι οι τραυματίες. Επιπλέον, οι αγριεμένες μάζες καταστρέφουν τουλάχιστον 4.000 καταστήματα και 1.000 σπίτια».
«Σήμερα θεωρείται αποδεδειγμένο ότι το κράτος είχε οργανώσει το πογκρόμ» επισημαίνει το ρεπορτάζ, επικαλούμενο επιστημονικές μαρτυρίες. Παρατίθενται επίσης μαρτυρίες Ελλήνων, που είχαν ζήσει τα επεισόδια σε παιδική ηλικία. Όσο για το επίσημο τουρκικό κράτος, «πριν από λίγα χρόνια ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε χαρακτηρίσει προσεκτικά 'λάθος' τις ταραχές, ωστόσο μέχρι στιγμής το κράτος δεν έχει ασχοληθεί με το πογκρόμ» τονίζει το ρεπορτάζ της ARD. «Καθώς συμπληρώνονται 70 χρόνια, οι εκδηλώσεις μνήμης προέρχονται αποκλειστικά από πρωτοβουλίες πολιτών».
«Ο σώζων εαυτόν σωθήτω» στη Γαλλία
«Ο σώζων εαυτόν σωθήτω» είναι ο εύλογος τίτλος του περιοδικού DER SPIEGEL σε ανάλυση για την κυβερνητική κρίση, που προκαλεί η δραματική κατάσταση της γαλλικής οικονομίας. Το γερμανικό περιοδικό σημειώνει ότι «την επόμενη Δευτέρα ο (ακόμη) πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού θα ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από το Κοινοβούλιο. Ελάχιστες είναι οι πιθανότητες να επιβιώσει πολιτικά από την ψηφοφορία. Μπορεί να επέμενε ο πρωθυπουργός σε 90λεπτη συνέντευξή του που μεταδόθηκε ζωντανά από πέντε τηλεοπτικά δίκτυα το βράδυ της Κυριακής ότι οι συνομιλίες με εκπροσώπους άλλων κομμάτων θα μπορούσαν να αλλάξουν τα δεδομένα, αλλά μάλλον είναι ένας από τους λίγους που το πιστεύουν αυτό. Η απόφαση του Μπαϊρού να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης είναι μία φυγή προς τα εμπρός».
Το περιοδικό επισημαίνει ότι «ο ελιγμός Μπαϊρού βασίζεται σε ένα γνωστό πρότυπο. Και ο πρόεδρος Μακρόν το καλοκαίρι του 2024 είχε ποντάρει στην τακτική του αιφνιδιασμού, διαλύοντας την Εθνοσυνέλευση μετά την ήττα του στις ευρωεκλογές και προκηρύσσοντας αιφνιδιαστικά νέες εκλογές. Την εποχή εκείνη έλεγε στους ψηφοφόρους ότι η Γαλλία απειλείται με εμφύλιο πόλεμο σε περίπτωση που κερδίσουν είτε οι ακροδεξιοί, είτε οι αριστεροί του λαϊκιστή Ζαν Λυκ Μελανσόν. Ήταν το σενάριο της μέγιστης δυνατής απειλής. Κι όμως, δεν ευοδώθηκε το σχέδιο του Μακρόν. Το κυβερνητικό στρατόπεδο έχασε περισσότερες από 80 έδρες».
Ψηφοφορία-παγίδα για τον Μπαϊρού
Στο ίδιο μήκος κύματος η Süddeutsche Zeitung παρατηρεί ότι «εάν δεν διαψευστούν όλοι, μα όλοι οι οιωνοί, στις 8 Σεπτεμβρίου ο πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού θα ανατραπεί σε μία ψηφοφορία για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης που ο ίδιος προκάλεσε, ωσάν να ήταν παγίδα. Μετά από μόλις οκτώ μήνες στην εξουσία. Ο προκάτοχός του, Μισέλ Μπαρνιέ, κατάφερε να συμπληρώσει μόλις τρεις μήνες. Και τίποτα, μα απολύτως τίποτα, δεν δείχνει ότι ο διάδοχός του θα καταφέρει να επιβιώσει πολιτικά το φθινόπωρο και τη συζήτηση σχετικά με τον νέο προϋπολογισμό».
Η εφημερίδα του Μονάχου υπενθυμίζει ότι «μετά το 1974 η Γαλλία δεν είχε ούτε μία φορά ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, όποιος και αν κυβερνούσε. Οι δαπάνες ήταν πάντα περισσότερες από τα έσοδα. (…) Ακόμη και τώρα, που η Γαλλία δαπανά περισσότερα χρήματα για την εξυπηρέτηση του χρέους παρά για την παιδεία, συνεχίζεται η αντιπαράθεση για το ερώτημα, μήπως είναι υπερβολική αυτή η προειδοποίηση για τις συνέπειες εκτροχιασμού των δημοσίων οικονομικών, μήπως δραματοποιείται υπερβολικά η κατάσταση. (…) Είναι αλλόκοτο, είναι μία άρνηση της πραγματικότητας».