«Ο τερματοφύλακας είναι ο Άμλετ της εποχής μας»
27 Ιουλίου 2025«Ο Πάιμαν ρεύεται – και μετά κοιτάει δεξιά κι αριστερά με θριαμβευτικό ύφος.» Αυτό σημείωνε το 1947 ο δάσκαλός του για τον δεκάχρονο τότε Κλάους Πάιμαν, τον μετέπειτα κορυφαίο σκηνοθέτη και διευθυντή θεάτρου που την περασμένη εβδομάδα αναχώρησε οριστικά σε ηλικία 88 χρονών. Αυτή η τυχαία σημείωση προοιωνίζεται αναμφίβολα τον θεατράνθρωπο που δίνει τα πάντα για την επήρεια και την επιρροή. Να πώς μίλησε όμως ο ίδιος για τον εαυτό του σε μια παλιότερη συνέντευξη: «Δεν γεννήθηκα το 1937. Γεννήθηκα μεν τότε ως Κλάους Πάιμαν στη Βρέμη. Η πραγματική μου γέννηση όμως ήταν το 1968. Και η αυταπάτη μου, στην οποία πιστεύω ακόμη σαν μαμούθ που η εποχή του έχει περάσει, είναι πως το θέατρο είναι όντως αρμόδιο για τις ουτοπίες, αρμόδιο για έναν καλύτερο κόσμο, για περισσότερη δικαιοσύνη.» Αυτό το πολιτικό υπόβαθρο ήταν που έκανε αξιοπρόσεκτα όλα τα σκάνδαλα του Πάιμαν.
Γιατί αυτός ο χαρισματικός ταχυδακτυλουργός της σκηνής προκαλούσε κάθε τόσο αναταράξεις στην πολιτική και την κοινή γνώμη της Γερμανίας, όχι μόνο με τις πρεμιέρες του αλλά και με τα πολιτικά του διαβήματα. Είχε πυροδοτήσει λυσσαλέα διαμάχη τη δεκαετία του 70, όταν στον πίνακα του θεάτρου του ανάρτησε έκκληση της μητέρας της έγκλειστης τρομοκράτισσας Γκούντρουν Ένσλιν για έρανο, προκειμένου να φτιάξει τα δόντια της η κόρη της. Ήταν η εποχή της τρομοκρατίας της RAF που είχε σπάσει τα νεύρα της Γερμανίας. Και δεν ανεχόταν εύκολα χαριεντισμούς με τα «τέρατα». Αλλά και πολύ μετά, το 2007, ενόχλησε όταν πρόσφερε στον φυλακισμένο τρομοκράτη Κρίστιαν Κλαρ μια θέση μαθητείας τεχνικού στο θέατρό του, όπως είχε προτείνει ο κοινωνικός λειτουργός που τον παρακολουθούσε.
Θέατρο με πολιτική αιχμή
Ο Πάιμαν έδρασε στη Στουτγάρδη και το Μπόχουμ και στη συνέχεια έγινε διαδοχικά διευθυντής των δυο περιώνυμων θεάτρων του γερμανόφωνου χώρου, του Burgtheater στη Βιέννη και του Berliner Ensemble στο Βερολίνο. Το 1965, ενώ μαινόταν ο πόλεμος στο Βιετνάμ, ανέβασε την Αντιγόνη του Σοφοκλή σε διασκευή Μπέρτολτ Μπρεχτ, μια τραγωδία που την εποχή εκείνη εκλαμβανόταν πρωτίστως ως καταδίκη του πολέμου και έκκληση για ειρήνη. Το 1966 σκηνοθέτησε το πρωτοποριακό για την εποχή του έργο του Πέτερ Χάντκε «Βρίζοντας το κοινό», μια συνολική αμφισβήτηση των συμβάσεων του παραδοσιακού θεάτρου.
Και το 1988 δημιούργησε το μεγαλύτερο συνειδησιακό σκάνδαλο στη μεταπολεμική Αυστρία. 100 χρόνια από την ίδρυση του Burgtheater και 50 χρόνια από την προσάρτηση της Αυστρίας στο Τρίτο Ράιχ παρήγγειλε στον πιο αδυσώπητο κριτή της αυστριακής κοινωνίας, τον συγγραφέα Τόμας Μπέρνχαρντ το έργο «Πλατεία Ηρώων», μια πικρή αναμόχλευση του ένοχου εθνικοσοσιαλιστικού παρελθόντος της χώρας, που ο τότε Αυστριακός πρόεδρος Κουρτ Βάλντχαϊμ, με ναζιστική προϋπηρεσία ο ίδιος, είχε χαρακτηρίσει «χονδροειδή προσβολή του αυστριακού λαού». Συγγραφέας και σκηνοθέτης μπήκαν στο στόχαστρο των εθνικοφρόνων, αγανακτισμένοι αγρότες έριξαν κοπριές έξω από το Burgtheater. Η πρεμιέρα αποθεώθηκε τελικά, αφού προηγουμένως η παράσταση διακοπτόταν διαρκώς από τα σφυρίγματα των μεν και τις επευφημίες των δε.
Τα τελευταία χρόνια ο Κλάους Πάιμαν σκηνοθετούσε και ως συνταξιούχος πια, αλλά του ήταν σαφές ότι ο παλιός πολιτικός και κοινωνικός ρόλος του θεάτρου έχει συρρικνωθεί. Πρόσεχε ότι κατάμεστα δεν ήταν πια τα θέατρα, αλλά τα γήπεδα. Έτσι, σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του, άφησε το εξής ως παρακαταθήκη στοχασμού: Σήμερα είναι η αμφιταλάντευση του τερματοφύλακα στο γήπεδο, κατά μία έννοια τραγική, αυτή που κάνει τον ποδοσφαιριστή τον Άμλετ της εποχής μας.